ροδόπνους

ροδόπνους
-ουν και ῥοδόπνοος, -ον, Α
αυτός που αποπνέει άρωμα ρόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μικρό-πνους, ολιγό-πνους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναρδοροδόπνουν — ναρδοροδόπνουν, τὸ (Μ) φρ. «ναρδοροδόπνουν ἔαρ» η άνοιξη που αναδίδει πνοή νάρδου και ρόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος + ροδόπνους] …   Dictionary of Greek

  • ροδόπνοος — ον, Α βλ. ροδόπνους …   Dictionary of Greek

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”